- ἐξίσωσα
- ἐξί̱σωσα , ἐξισόωmake equalaor ind act 1st sgἐξισόωmake equalaor ind act 1st sg (homeric ionic)ἐξισόωmake equalaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξισώσας — ἐξισώσᾱς , ἐξισάζω make equal fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐξισώσᾱς , ἐξισάζω make equal fut part act fem gen sg (doric) ἐξισώσᾱς , ἐξισόω make equal aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξισώσᾱς , ἐξισόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξισώνω — εξίσωσα, εξισώθηκα, εξισωμένος, μτβ. 1. αποδείχνω ή κάνω κάτι ίσο προς άλλο: Εξισώνω λογαριασμό. 2. (μαθ.), σχηματίζω εξίσωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξισώνω — εξισώνω, εξίσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής